- Ἀσέας
- Ἀσέᾱς , Ἀσέηfem acc pl (doric)Ἀσέᾱς , Ἀσέηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek
Βαλτετσίου, δήμος — Νέος δήμος (1.846 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριακόνας, Αθηναίου, Αμπελακίου, Αραχαμιτών, Ασέας, Βαλτετσίου, Δάφνης, Δόριζα, Καλτεζών, Κεραστάρη, Μάναρη, Μαυρογιάννη … Dictionary of Greek
Μουσείο, Παναρκαδικό Τρίπολης — Το Παναρκαδικό Μουσείο της Τρίπολης ιδρύθηκε το 1986. Στεγάζεται στο διώροφο νεοκλασικό κτίριο του παλαιού παναρκαδικού νοσοκομείου «Η Ευαγγελίστρια», έργο του Ερνέστου Τσίλερ. Τα εκθέματα του μουσείου δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την… … Dictionary of Greek